- θησαυρισμός
- ο (Α θησαυρισμός) [θησαυρίζω]το να θησαυρίζει, να αποταμιεύει, να φυλάει κανείς κάτι, θησαύρισηαρχ.διατήρηση, συγκράτηση («θησαυρισμὸς ὀσμῶν», Θεόφρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θησαυρισμός — laying up in store masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυρισμός — ο πλουτισμός: Κατηγορήθηκε για παράνομο θησαυρισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θησαυρισμοῦ — θησαυρισμός laying up in store masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυρισμόν — θησαυρισμός laying up in store masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγερμός — Η συγκέντρωση γενικά ή, ειδικότερα, η συγκέντρωση χρημάτων για ιερό σκοπό. * * * ο (Α ἀγερμός) [ἀγείρω] νεοελλ. βλ. Λαογρ. αρχ. 1. συγκέντρωση χρημάτων με έρανο για τη λατρεία τών θεών 2. στην Ποιητική τού Αριστοτέλη (§17) πιθανόν να σημαίνει,… … Dictionary of Greek
ՀԱՄԲԱՐԱՆՈՑ — (ի, աց.) NBH 2 0025 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 13c գ. ἁποθήκη repositorium θησαυρισμός cellarium. Տեղի համբարաց. շտեմարան. մթերանոց. գանձարան. ամպար. *Որոց ոչ գոն շտեմարանք, եւ ոչ համբարանոցք. Ղկ. ՟Ժ՟Բ. 24: *Լռեմ զմրջեանց ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)